βουβαίνω

βουβαίνω
[βουβός]
1. καθιστώ κάποιον βουβό, άλαλο
2. αποστομώνω κάποιον
3. μέσ. γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βουβαίνω — βουβαίνω, βούβανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βουβαίνω — ανα, άθηκα, βουβαμένος 1. μτφ., κάνω κάποιον βουβό, άφωνο: Τον βούβανε ο πόνος από τον ξαφνικό χαμό του αδελφού του. 2. αποστομώνω κάποιον: Μας βούβανε με μια του λέξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούβαμα — το [βουβαίνω] η βουβαμάρα …   Dictionary of Greek

  • κωφώ — (I) κωφῶ, άω (Α) [κωφός] 1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.) 2. κολοβώνω κάποιον 3. παθ. κωφῶμαι, άομαι αποβλακώνομαι. (II) κωφῶ έω (Α) [κωφός] πιθ. κολοβώνω κάποιον. (III) κωφῶ, όω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”